Смотреть что такое "πεντάλιρο(ν)" в других словарях:
πεντάλιρο — το βλ. πεντόλιρο … Dictionary of Greek
πεντόλιρο — και πεντάλιρο, το νόμισμα αξίας πέντε λιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντο / πεντα * + λίρα. Η λ. στον λόγιο τ. πεντόλιρον μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek